- τάγμα
- 1. порядок, очередь; 2. строй или отряд (солдат).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
τάγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… … Dictionary of Greek
τάγμα — το, ατος 1. στρατιωτική μονάδα (μεταξύ λόχου και συντάγματος) που αποτελείται από 3 4 λόχους. 2. οργάνωση μοναχών που ζουν με τους ίδιους κανόνες και με ενιαία διοίκηση: Τάγμα Ιησουιτών, Ιωαννιτών. 3. σύνολο ανθρώπων αφοσιωμένων στην επιδίωξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τευτονικό τάγμα — Στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα ιπποτών, που ιδρύθηκε στους Aγίους Τόπους από Γερμανούς προσκυνητές εγκατεστημένους στην Ιερουσαλήμ. Αρχικά ήταν φιλανθρωπικό τάγμα, που ιδρύθηκε από εμπόρους (1190), αργότερα όμως μετατράπηκε σε στρατιωτικό από… … Dictionary of Greek
Αβίζ, Τάγμα της- — Πορτογαλικό θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα. Ιδρύθηκε το 1147 για να αντιμετωπίσει την προέλαση των Μαυριτανών στην Ιβηρική. Οφείλει το όνομά του στο οχυρό Α. (σήμερα ομώνυμη κωμόπολη της κεντρικής Πορτογαλίας), που παραχώρησε o βασιλιάς Αλφόνσος Α’… … Dictionary of Greek
Αγίου Ιωάννη, Τάγμα των ιπποτών — Ονομασία ιπποτικού τάγματος που ιδρύθηκε τον Μεσαίωνα. Λέγονται και Ιωαννίτες ιππότες. Βλ. λ. Μάλτας, τάγμα των ιπποτών της … Dictionary of Greek
Μάλτας, τάγμα ιπποτών της — Βλ. λ. Ιωαννίτες ιππότες … Dictionary of Greek
ταγμάτοιν — τάγμα ordinance neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγμάτων — τάγμα ordinance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάγμασι — τάγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάγμασιν — τάγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)